Skip to main content

Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΣΕ E-BOOK

Μπορείτε να κατεβάσετε τον κανονισμό επιλέγοντας το εικονίδιο του download στη μπάρα κάτω απο τo e-book.

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Μάρτιος 2018 / έκδοση (5)

1. ΣΥΝΘΕΣΗ

Α. Η Δευτεροβάθμια Επιτροπή είναι ενδεκαμελής (11) και αποτελείται από:

• 2 εκπροσώπους του Συνδέσμου Διαφημιζομένων Ελλάδος (ΣΔΕ)

• 2 εκπροσώπους της Ένωσης Εταιρειών Διαφήμισης – Επικοινωνίας (ΕΔΕΕ)

• 1 εκπρόσωπο της Ένωσης Παραγωγών Έργων Επικοινωνίας (PACT)

• 1 εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή

• 1 εκπρόσωπο της Ένωσης Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ)

• 1 εκπρόσωπο της Ένωσης Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Ραδιοφωνικών Σταθμών Αθηνών (ΕΙΙΡΑ)

• 1 εκπρόσωπο της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΙΗΕΑ)

• 2 καταναλωτές

Η Επιτροπή βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα έξι (6) τουλάχιστον μέλη της.

Β. Το Δ.Σ. του ΣΕΕ σε συνεργασία με τα προεδρεία των φορέων που αναφέρονται στην παράγραφο Α ορίζει τα μέλη της Επιτροπής καθώς και τους αναπληρωματικούς τους. Η θητεία των μελών είναι διετής, με δυνατότητα ανανέωσης. Ειδικά για τους καταναλωτές η θητεία είναι ετήσια, με δυνατότητα ανανέωσης.

Γ. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συλλογικός φορέας που να εκπροσωπεί κατηγορία ΜΜΕ, προσκαλούνται εκπρόσωποι της κατηγορίας από μεμονωμένες, γνωστές για τη δραστηριότητα τους επιχειρήσεις και η πρόσκληση αυτή γνωστοποιείται στα υπόλοιπα μέλη της κατηγορίας.

Δ. Η Επιτροπή – στην πρώτη συνεδρίαση του έτους – συγκροτείται σε σώμα και εκλέγει μεταξύ των μελών της Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο, οι οποίοι θα πρέπει να προέρχονται από τους εταίρους που συμμετέχουν στο Δ.Σ. του ΣΕΕ. Η προεδρία εναλλάσσεται ανά 6μηνο.

Ε. Στη συνεδρίαση παρίσταται απαραίτητα ο Γενικός Διευθυντής ή άλλο στέλεχος του ΣΕΕ που αυτός ορίζει, προκειμένου, εφόσον κριθεί αναγκαίο, να υποβοηθήσει την Επιτροπή στην τήρηση των όρων του παρόντος Κανονισμού και στην ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας.

Σε περίπτωση που κριθεί απαραίτητο από το Γενικό Διευθυντή ή/και από τα μέλη της Επιτροπής, στη συνεδρίαση παρίσταται ο Νομικός Σύμβουλος του ΣΕΕ.

Στ. Για τη διαμόρφωση της Απόφασης, δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο τα μέλη της Επιτροπής και κανένας άλλος από τους παρισταμένους.

2. ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ

Α. Η ιδιότητα του μέλους της Επιτροπής είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα εκπροσώπου ή συνδεομένου επαγγελματικά με έναν από τους εμπλεκόμενους. Επίσης εξαιρούνται από τη σύνθεση της Επιτροπής μέλη που συνδέονται συγγενικά (έως και σε β’ βαθμό) με έναν από τους εμπλεκόμενους.

Β. Μετά από γραπτή αίτηση μπορεί να ζητηθεί η εξαίρεση μέλους της Επιτροπής για οποιονδήποτε από τους παραπάνω λόγους.

Τεκμηριωμένη αίτηση εξαίρεσης υποβάλλεται εντός 24ώρου από την κοινοποίηση της σύνθεσης της Επιτροπής. Ο Γενικός Διευθυντής αποφασίζει σχετικά και η περί εξαίρεσης απόφαση κοινοποιείται στους εμπλεκόμενους, μαζί με την τυχόν νέα σύνθεση της και με τον προσδιορισμό τυχόν νέας ημερομηνίας συνεδρίασης, αυθημερόν ή εντός της επόμενης ημέρας από την υποβολή της αίτησης εξαίρεσης.

3. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Η Δευτεροβάθμια Επιτροπή επιλαμβάνεται αιτήσεων επανελέγχου των  αποφάσεων της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής.

Επίσης, η Επιτροπή επιλαμβάνεται αιτήσεων για τον έλεγχο επικοινωνιών που έχουν τροποποιηθεί μετά από προηγούμενη σχετική απόφαση της.

Η Επιτροπή ασκεί την πιο πάνω δικαιοδοσία της εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ΕΚΔ-Ε και τα προβλεπόμενα στον παρόντα Κανονισμό και την ύλη εργασίας της καθορίζει ο Γενικός Διευθυντής.

4. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Η Επιτροπή συνεδριάζει στα γραφεία του ΣΕΕ οσάκις προσκληθεί από τη γραμματεία του ΣΕΕ.

Δεν πραγματοποιούνται συνεδριάσεις κατά τα διαστήματα από 1 έως και 31 Αυγούστου, από 22 Δεκεμβρίου έως και 10 Ιανουαρίου και από την Μ. Τρίτη έως και την Τρίτη μετά το Πάσχα.

5. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Α. Όλες οι επικοινωνίες που αφορούν στη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής διεξάγονται γραπτώς.

Αίτηση επανελέγχου στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή γίνεται με αναφορά στην αρχική αίτηση ελέγχου και στη σχετική απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, υποβάλλεται δε εντός 15 εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής στα εμπλεκόμενα μέρη.

Β. Δικαίωμα αίτησης επανελέγχου έχουν ο αιτών τον έλεγχο ή/και ο ελεγχόμενος ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, από την οποία εκδόθηκε η επανελεγχόμενη απόφαση, καθώς και ο Γ. Διευθυντής του ΣΕΕ μετά από σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.

Γ. Η αίτηση επανελέγχου αποστέλλεται μέσω διαδικτύου ή μέσω fax στο ΣΕΕ. Την ευθύνη για την απόδειξη παραλαβής φέρει ο αιτών τον επανέλεγχο.

Δ. Το αίτημα για τον επανέλεγχο οποιασδήποτε επικοινωνίας διατυπώνεται εγγράφως, μέσω της ειδικής φόρμας αίτησης επανελέγχου, η οποία είναι διαθέσιμη σε κάθε ενδιαφερόμενο είτε μέσω της γραμματείας ή μέσω της ιστοσελίδας του ΣΕΕ.

Η αίτηση επανελέγχου υπογράφεται, σε περίπτωση νομικού προσώπου από το νόμιμο εκπρόσωπο αυτού ή ειδικά εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο και σε διαφορετική περίπτωση από καταναλωτή ή εκπρόσωπο καταναλωτικού φορέα.

Ειδικότερα στην αίτηση επανελέγχου πρέπει να αναφέρονται:

Ι. τα στοιχεία του αιτούντος τον επανέλεγχο,

ΙΙ. τα στοιχεία της «αντίδικης» πλευράς,

ΙΙΙ. το κείμενο ή αναλυτική και συγκεκριμένη περιγραφή της υπό κρίση επικοινωνίας,

IV. το μέσο και ο χρόνος μετάδοσης / δημοσίευσης της υπό κρίση επικοινωνίας,

V. τα σημεία της επικοινωνίας που κατά την κρίση του αιτούντος αντίκεινται στον ΕΚΔ-Ε,

VI. οι λόγοι για τους οποίους υποβάλλεται η αίτηση, με πλήρη αιτιολόγηση και μνεία τόσο των άρθρων του ΕΚΔ-Ε που κατά την κρίση του αιτούντος παραβιάζονται, όσο και των σημείων της απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής  τα οποία προσβάλλονται.

Ε. Τα παραπάνω στοιχεία είναι απαραίτητα για τη διαχείριση της αίτησης επανελέγχου και εφόσον κριθεί αναγκαίο ενημερώνεται ο αιτών τον επανέλεγχο για τη συμπλήρωση τυχόν ελλείψεων.

Επίσης η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα – εφόσον κρίνει σκόπιμο – να ζητήσει συμπληρωματικά στοιχεία πριν από την εξέταση της υπόθεσης.

Στ. Κατ’ εξαίρεση γίνεται δεκτή αίτηση επανελέγχου από ιδιώτες καταναλωτές έστω κι αν για την υποβολή της δεν γίνει χρήση της ειδικής φόρμας.

Επίσης, τα στοιχεία του ιδιώτη καταναλωτή βρίσκονται μεν στη διάθεση του ΣΕΕ, ωστόσο δεν κοινοποιούνται σε κανέναν τρίτο – της εγκαλούμενης πλευράς συμπεριλαμβανομένης – εφόσον αυτό ζητηθεί από τον καταναλωτή.

Ζ. Η διαδικασία της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής προϋποθέτει την υποβολή στη γραμματεία του ΣΕΕ όλων των στοιχείων που προτίθεται να επικαλεστεί η κάθε πλευρά, πριν από τη συνεδρίαση της Επιτροπής και σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 6.Ε.. Διευκρινίζεται ότι υπάρχει η δυνατότητα υποβολής και νέων στοιχείων (στοιχείων δηλαδή που δεν προσκομίστηκαν κατά τη συζήτηση στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή). Η κάθε πλευρά λαμβάνει γνώση του συνόλου των υποβληθέντων στοιχείων, ώστε να μη στερείται του δικαιώματος να αντικρούσει τυχόν πρωτοεμφανιζόμενα στοιχεία και να μπορεί να προετοιμάσει τη σχετική επιχειρηματολογία της.

Στοιχεία που δεν έχουν υποβληθεί με την προβλεπόμενη διαδικασία δεν θα λαμβάνονται υπόψη και δεν θα αξιολογούνται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.

6. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΠΑΝΕΛΕΓΧΟΥ

Α. Με τη λήψη της αίτησης επανελέγχου η γραμματεία του ΣΕΕ καταρχάς εξετάζει εάν πληρούνται όλες οι τυπικές προϋποθέσεις εισαγωγής της και δίνει αριθμό πρωτοκόλλου και ημερομηνία παραλαβής.

Στη συνέχεια, εντός 24 ωρών από την παραλαβή της, η αίτηση επανελέγχου κοινοποιείται στην άλλη πλευρά, μαζί με τα τυχόν συνυποβληθέντα στοιχεία.

Β. Σε περίπτωση έγγραφης δήλωσης περί εκούσιας, άμεσης, οριστικής και χωρίς όρους διακοπής της υπό κρίση επικοινωνίας ή σε περίπτωση γραπτής ανάκλησης της αίτησης επανελέγχου από τον αιτούντα, η διαδικασία διακόπτεται.

Γ. Η γραμματεία του ΣΕΕ, μετά από συνεννόηση με τα μέλη της Επιτροπής και λαμβάνοντας υπόψη της τις προθεσμίες για την υποβολή των  στοιχείων και από τις δύο πλευρές, καθορίζει την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης επανελέγχου. Η ορισθείσα ημερομηνία κοινοποιείται σε όλα τα εμπλεκόμενα στη διαδικασία αυτή μέρη το αργότερο εντός 10 εργασίμων ημερών από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης επανελέγχου.

Δ. Αίτημα αναβολής της συνεδρίασης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής μπορεί να υποβληθεί εντός 24ώρου από την κοινοποίηση της ορισθείσας ημερομηνίας συνεδρίασης.

Ε. Όροι υποβολής στοιχείων. Τα στοιχεία που προτίθεται η κάθε πλευρά να επικαλεστεί κατά τη διαδικασία επανελέγχου ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής γίνονται δεκτά μόνο με τους ακόλουθους όρους:

I. Από τον αιτούντα τον επανέλεγχο: Όλα τα στοιχεία (νέα ή/και ήδη υποβληθέντα στην Πρωτοβάθμια) πρέπει να υποβάλλονται στη γραμματεία του ΣΕΕ μαζί με την αίτηση επανελέγχου. Τα στοιχεία αυτά μαζί με την αίτηση επανελέγχου κοινοποιούνται στην άλλη πλευρά εντός 24 ωρών από την παραλαβή τους. Τα  στοιχεία είναι άμεσα στη διάθεση της άλλης πλευράς, είτε με επίσκεψη στη γραμματεία ή με διαβίβαση μετά από συνεννόηση, σε περίπτωση που δεν είναι εφικτή η ηλεκτρονική κοινοποίηση τους. Μετά την κατά τα παραπάνω υποβολή στοιχείων, ο αιτών τον επανέλεγχο δεν έχει πλέον δικαίωμα υποβολής άλλων στοιχείων.

II. Από τον «αντίδικο» του αιτούντος τον επανέλεγχο: Όλα τα στοιχεία (νέα ή/και ήδη υποβληθέντα στην Πρωτοβάθμια) πρέπει να υποβάλλονται στη γραμματεία του ΣΕΕ μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτόν της αίτησης επανελέγχου. Τα στοιχεία αυτά κοινοποιούνται στον αιτούντα τον επανέλεγχο εντός 24 ωρών από την παραλαβή  τους. Τα στοιχεία είναι άμεσα στη διάθεση του αιτούντος τον επανέλεγχο, είτε με επίσκεψη στη γραμματεία ή με διαβίβαση μετά από συνεννόηση, σε περίπτωση που δεν είναι εφικτή η ηλεκτρονική κοινοποίηση τους. Μετά την κατά τα παραπάνω υποβολή στοιχείων, η πλευρά αυτή δεν έχει πλέον δικαίωμα υποβολής άλλων στοιχείων.

ΙΙΙ. Για τρεις (3) ημέρες από την τελευταία σύμφωνα με την παραπάνω διαδικασία παροχή πρόσβασης στα στοιχεία, δεν ορίζεται ημερομηνία συζήτησης της υποβληθείσας αίτησης επανελέγχου, προκειμένου να δοθεί χρόνος μελέτης αυτών στα μέρη.

7. ΟΡΟΙ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΝ

Α. Δικαίωμα παράστασης ενώπιον της Επιτροπής έχουν οι πλευρές που συμμετείχαν στη διαδικασία της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής,  εκπροσωπούμενες  η κάθε μία από τέσσερα το πολύ πρόσωπα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τυχόν σύμβουλοι.

Οι δηλώσεις συμμετοχής των εκπροσώπων γίνονται εγγράφως, το αργότερο μέχρι 2 ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Επιτροπής και κοινοποιούνται στους εμπλεκόμενους από την γραμματεία του ΣΕΕ.

Εάν ο αιτών τον επανέλεγχο είναι ο Γενικός Διευθυντής του ΣΕΕ, κατόπιν σχετικής απόφασης του Δ.Σ.,  αυτός παρίσταται αυτοπροσώπως.

Β. Στην περίπτωση που τα εμπλεκόμενα μέρη δεν παρίστανται στη συνεδρίαση, οι απόψεις και τα επιχειρήματα τους κατατίθενται σε γραπτό υπόμνημα το αργότερο μέχρι την ημέρα συζήτησης της υπόθεσης. Την ευθύνη για την απόδειξη της εμπρόθεσμης παραλαβής των παραπάνω φέρει ο καταθέτων. Σε περίπτωση μη παράστασης (φυσικής παρουσίας ή δια υπομνήματος) της «αντιδίκου» της προσφεύγουσας πλευράς στη συνεδρίαση της Επιτροπής, η διαδικασία συνεχίζεται κανονικά και η Απόφαση λαμβάνεται ερήμην της πλευράς αυτής, βάσει των δεδομένων που έχει στη διάθεση της η Επιτροπή.

Γ. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της αίτησης επανελέγχου οι εκπρόσωποι των εμπλεκόμενων πλευρών εκθέτουν τις απόψεις και τα επιχειρήματα τους, καταθέτουν και παρουσιάζουν τα σχετικά με την υπόθεση στοιχεία και απαντούν σε ερωτήσεις των μελών της Επιτροπής.

Δ. Κάθε μέρος έχει στη διάθεσή του για την ανάπτυξη των ισχυρισμών του για μεν την πρωτολογία 20΄ λεπτά, για δε τη δευτερολογία, 10΄ λεπτά, ενώ υπέρβαση του παραπάνω χρονικού περιορισμού μπορεί να γίνει κατά την κρίση της Επιτροπής.

Ε. Όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την τεκμηρίωση της θέσης κάθε πλευράς παρουσιάζονται κατά την πρωτολογία κάθε μέρους και σε αυτό το στάδιο μπορεί να γίνει επίκληση αποκλειστικά και μόνον των στοιχείων εκείνων που υποβλήθηκαν στο ΣΕΕ με τη διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 6.Ε.. Κατά τη δευτερολογία γίνονται τοποθετήσεις επί όσων διατυπώθηκαν στην πρωτολογία, διευκρινίζονται περαιτέρω οι θέσεις της κάθε πλευράς και απαντώνται ερωτήσεις της Επιτροπής.

Σε κάθε περίπτωση κανένα στοιχείο δεν μπορεί να γίνει δεκτό μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας συζήτησης.

Στ. Στοιχεία τα οποία προσκομίζονται στην Επιτροπή περιέρχονται στη γνώση των εμπλεκομένων μερών και δεν υφίσταται θέμα απορρήτου επί αυτών.

Ζ. Μετά τη λήξη της συζήτησης της κρινόμενης υπόθεσης τα εμπλεκόμενα μέρη αποχωρούν και η Επιτροπή συσκέπτεται προκειμένου να λάβει Απόφαση. Τα μέλη της Επιτροπής καταθέτουν τις απόψεις τους και αποφασίζουν με φανερή ψηφοφορία κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.

Η φάση αυτή της διαδικασίας είναι απολύτως εμπιστευτική και τα μέλη της Επιτροπής δεσμεύονται να μη μεταφέρουν σε τρίτους πληροφορίες από τις συνεδριάσεις και ιδιαίτερα τις απόψεις που ανταλλάσσονται κατά τη διαβούλευση.

8. ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Α. Ο Γενικός Διευθυντής του ΣΕΕ με τον Πρόεδρο της Επιτροπής έχουν τη δυνατότητα να χαρακτηρίσουν αιτήσεις επανελέγχου με ταυτόσημο αντικείμενο ως συναφείς οπότε και συνεκδικάζονται.

Β. Σε περίπτωση που η κρινόμενη επικοινωνία βασίζεται σε ειδικά τεχνολογικά / επιστημονικά κλπ χαρακτηριστικά του προϊόντος και επειδή η Επιτροπή δεν έχει σχετικά τεχνικά μέσα έρευνας και ελέγχου, η κάθε πλευρά (είτε εγκαλούσα, είτε εγκαλούμενη) που διατυπώνει ένα επιχείρημα ενώπιον της Επιτροπής οφείλει να αποδεικνύει την ορθότητα του επιχειρήματος της. Επιπλέον, στις περιπτώσεις αυτές η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να ζητήσει τη συνδρομή ανεξάρτητου συμβούλου, ο οποίος θα παρίσταται στη συνεδρίαση, εάν χρειαστεί θα εκφράζει την άποψη του κατά τη διαβούλευση, αλλά δεν θα συμμετέχει στην ψηφοφορία.

Γ. Αν δεν είναι δυνατός ο σχηματισμός ασφαλούς γνώμης από τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν στη συνεδρίαση, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία από τα εμπλεκόμενα μέρη ή / και από ειδικευμένο, τρίτο και ανεξάρτητο φορέα ή οργανισμό ή μεμονωμένους εμπειρογνώμονες.

Η δαπάνη και η ευθύνη για την προσκόμιση των στοιχείων αυτών μπορεί να βαρύνει το/τα εμπλεκόμενα μέρη, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση της Επιτροπής.

Δ. Στην περίπτωση της παραγράφου (Γ) η Επιτροπή – συνεκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις – αποφασίζει ταυτόχρονα και για τη διακοπή ή συνέχιση της υπό κρίση επικοινωνίας, έως τη λήψη οριστικής απόφασης.

Αν δεν προσκομισθούν τα ζητηθέντα στοιχεία έως τη λήξη της προθεσμίας που δόθηκε, η Επιτροπή αποφασίζει περί της κρινόμενης επικοινωνίας με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία.

Ε. Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα εφόσον κατά την εξέταση της υπόθεσης προκύψουν κατά την κρίση της και άλλες παραβάσεις του ΕΚΔ-Ε, πέραν των αναφερομένων στην αίτηση επανελέγχου και κυρίως βλαπτικών των συμφερόντων του καταναλωτή, να τις συμπεριλάβει στην απόφαση της.

Στ. Σε περίπτωση που η Επιτροπή στην απόφαση της ζητήσει την τροποποίηση της επικοινωνίας, θα μπορεί να ορίζει στην ίδια απόφαση ότι η νέα εκδοχή της επικοινωνίας με τις σχετικές τροποποιήσεις θα υποβληθεί πριν τη δημοσίευση / μετάδοση της στην Επιτροπή, ώστε η τελευταία να κρίνει εάν το εμπλεκόμενο μέρος έχει συμμορφωθεί. Η περί συμμόρφωσης απόφαση θα λαμβάνεται δια περιφοράς και εντός συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου, που θα καθορίζεται από την Επιτροπή στην αρχική της απόφαση.

Ζ. Σε περίπτωση που εμφανίζεται – μετά από σχετική περί τροποποίησης απόφαση της Επιτροπής – τροποποιημένη επικοινωνία η οποία αμφισβητείται ως προς την ορθή εφαρμογή της εν λόγω απόφασης από τον αρχικά αιτούντα τον έλεγχο, υποβάλλεται νέα αίτηση προς τη Δευτεροβάθμια Επιτροπή, η οποία εξετάζεται από την ίδια (κατά πλειοψηφία τουλάχιστον) Επιτροπή, με την κανονική διαδικασία ή δια περιφοράς κατά την κρίση του Προέδρου.

Στη δια περιφοράς διαδικασία ο ελεγχόμενος – εφόσον επιθυμεί να απαντήσει στα επιχειρήματα που διατυπώνονται στη νέα αίτηση – έχει δικαίωμα να υποβάλλει γραπτό υπόμνημα με τις απόψεις του προς την Επιτροπή (το οποίο γνωστοποιείται για ενημέρωση και στον αιτούντα) εντός το πολύ 2 ημερών από την κοινοποίηση της αίτησης. Η απόφαση της Επιτροπής κοινοποιείται εντός 4 το πολύ ημερών, μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής του υπομνήματος.

Εάν σε αυτή την αίτηση ελέγχου της τροποποιημένης επικοινωνίας δικαιωθεί ο αιτών τον έλεγχο, το σχετικό τέλος του επιστρέφεται.

9. ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

Α. Οι αποφάσεις της Επιτροπής καταγράφονται και κοινοποιούνται εντός το πολύ 3 ημερών στα εμπλεκόμενα μέρη. Παράλληλα το περιεχόμενο τους καταχωρίζεται στην ιστοσελίδα του ΣΕΕ, το οποίο είναι ελεύθερα προσπελάσιμο μέσω του διαδικτύου σε κάθε ενδιαφερόμενο.

Β. Οι αποφάσεις πρέπει να απαντούν στα θέματα που θέτει η αίτηση επανελέγχου, να είναι τεκμηριωμένες και να συνδέουν αιτιολογημένα τα σημεία της επικοινωνίας που κρίνονται ως προβληματικά με συγκεκριμένα άρθρα και διατάξεις του ΕΚΔ-Ε. Επίσης, οι αποφάσεις ισχύουν και πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα υλικά και σε κάθε μέσο στο οποίο εμφανίζεται η υπό κρίση επικοινωνία, ακόμα και εάν δεν αναφέρονται όλα (τα υλικά και τα μέσα) στην αίτηση ελέγχου.

Γ. Οι αποφάσεις είναι άμεσα εκτελεστές από την ημερομηνία της κοινοποίησης τους, εκτός αν άλλως ορίζεται από την Επιτροπή, η οποία ανάλογα με τα αντικειμενικώς αποδεκτά συντομότερα δυνατά χρονικά περιθώρια του εκάστοτε μέσου μπορεί να αποφασίσει για τη μέγιστη δυνατή περίοδο χάριτος ως εξής:

– για την τηλεόραση, και τα εβδομαδιαία έντυπα, 7 ημέρες

– για το ραδιόφωνο και τα ημερήσια έντυπα, 2 ημέρες

– για το διαδίκτυο, 5 ημέρες

– για τα μηνιαία έντυπα, 30 ημέρες

– για τις υπαίθριες διαφημίσεις, έως τη λήξη της ισχύουσας σύμβασης ενοικίασης του χώρου, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 15 ημέρες

– για τον κινηματογράφο,  η αντικατάσταση των διαφημιστικών σποτ θα πρέπει να γίνεται την πρώτη Πέμπτη μετά από την κοινοποίηση της απόφασης, εκτός εάν αυτή είναι σε 4 ή σε λιγότερες από 4 ημέρες. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία θα λήγει την αμέσως επόμενη Πέμπτη.

Σε περιπτώσεις ενημερωτικών εντύπων, διαφημιστικού υλικού για εκδηλώσεις και οποιουδήποτε άλλου διαφημιστικού υλικού έως την επόμενη παραγωγή τους και οπωσδήποτε όχι πλέον των 30 ημερών.

Σε περιπτώσεις συσκευασιών η Επιτροπή θα προσδιορίζει την περίοδο χάριτος, αφού λάβει υπόψη της και αξιολογήσει στοιχεία σχετικά με τα αντικειμενικώς αποδεκτά χρονικά περιθώρια δυνατότητας αλλαγής της εκάστοτε υπό κρίση συσκευασίας.

Δ. Σε όλες τις περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί η εντός 1 ημέρας απόσυρση οποιασδήποτε και κάθε μορφής επικοινωνίας, εάν η επικοινωνία κριθεί ως ιδιαίτερα επικίνδυνη για την υγεία ή την ασφάλεια των καταναλωτών ή ως παραβιάζουσα βάναυσα τον ΕΚΔ-Ε και προκαλούσα εντόνως το δημόσιο αίσθημα, κατά την κρίση της Επιτροπής.

10. ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Σε περίπτωση που κατά την κρίση του ΣΕΕ δεν εφαρμόζεται απόφαση της Επιτροπής ή σε περίπτωση που ακολουθείται παρελκυστική τακτική από τους εντελλόμενους σε διόρθωση ή παύση της εμπορικής επικοινωνίας, το ΣΕΕ αποστέλλει σχετικό έγγραφο προς τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης καθώς και τα υπόλοιπα διαφημιστικά μέσα (κινηματογράφος, υπαίθρια κ.α.), ζητώντας την άμεση διακοπή της διαφήμισης.

Επίσης, σε περίπτωση μη εφαρμογής απόφασης και εφόσον το ΣΕΕ έχει εξαντλήσει κάθε άλλο μέσο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, το Δ.Σ. δύναται να αποφασίσει τη δημοσιοποίηση του σχετικού θέματος στη διαφημιστική αγορά, προκειμένου να διαφυλάξει το κύρος και την αξιοπιστία του συστήματος αυτοδέσμευσης.

Επιπλέον, στην ίδια περίπτωση και για όσο διάστημα εντοπίζεται η μη εφαρμογή της απόφασης, το ΣΕΕ δεν κάνει δεκτή και δεν διαχειρίζεται οποιαδήποτε αίτηση ελέγχου ή/και επανελέγχου υποβληθεί από το συγκεκριμένο διαφημιζόμενο.

11. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

Α. Για την εξέταση αιτήσεως επανελέγχου από την Επιτροπή καταβάλλεται το «τέλος αιτήσεως επανελέγχου» από τον αιτούντα. Η καταβολή του τέλους αυτού πρέπει να γίνεται με την υποβολή της αίτησης επανελέγχου και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας.

Β. Εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν πραγματοποιηθεί η συζήτηση της αίτησης επανελέγχου (απόσυρση αίτησης επανελέγχου, αναστολή / διακοπή / τροποποίηση υπό έλεγχο επικοινωνίας κλπ.) το σχετικό τέλος παραμένει για τους σκοπούς του ΣΕΕ.

Γ. Δεν υποχρεούνται στην καταβολή τέλους αιτήσεως επανελέγχου οι καταναλωτές ή οι συλλογικοί φορείς καταναλωτών.

Δ. Το ύψος του τέλους ορίζεται μέχρι την 31η Ιανουαρίου κάθε έτους, με απόφαση του Δ.Σ.  του ΣΕΕ.

12. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Α. Οι προθεσμίες υπολογίζονται με βάση μόνο εργάσιμες ημέρες (εξαιρούνται Σάββατο & Κυριακή).

Ο υπολογισμός των προθεσμιών ξεκινά από την επόμενη της κοινοποίησης από το ΣΕΕ των σχετικών εγγράφων (π.χ. αίτηση επανελέγχου, απόφαση κλπ), με εξαίρεση τις προθεσμίες που αναφέρονται σε 24ωρη βάση, ο υπολογισμός των οποίων ξεκινά άμεσα.

Β. Κάθε επικοινωνία χαρακτηρίζεται αυτοτελής και ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη που έχει αξιολογηθεί στο παρελθόν. Οι Επιτροπές μπορούν να ενημερώνονται για προηγούμενες Αποφάσεις με παρεμφερές αντικείμενο, αλλά δεν δεσμεύονται από αυτές, η δε κρίση τους δεν υπαγορεύεται από το δεδικασμένο προηγούμενων υποθέσεων. Το αυτό ισχύει και για υπό κρίση επικοινωνία που έχει χαρακτηρισθεί ως τροποποίηση άλλης, που έχει ήδη ελεγχθεί.

Για τις ανάγκες του παρόντος Κανονισμού, ως τροποποιημένη ορίζεται μία διαφημιστική επικοινωνία που έχει αλλάξει με βάση προηγηθείσα απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής και εφόσον αμφισβητείται για τους ίδιους λόγους με την αρχική επικοινωνία και ως προς την ορθή εφαρμογή της απόφασης, η διαχείριση της ακολουθεί τους όρους του άρθρου 8.Ζ.

Μία επικοινωνία που αμφισβητείται ενώ έχει αλλάξει χωρίς αυτό να έχει ζητηθεί από την προηγηθείσα απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, ή που αμφισβητείται για θέμα που δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο του προηγούμενου ελέγχου, δεν θεωρείται τροποποιημένη και η διαχείριση της γίνεται ως νέα, με προσφυγή στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή.

Σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με το εάν μία επικοινωνία – σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό – αποτελεί τροποποίηση ή νέα, η σχετική απόφαση λαμβάνεται από τον Πρόεδρο και 2 μέλη της Επιτροπής που είχαν κρίνει την αρχική επικοινωνία, προκειμένου να καθοριστεί ο τρόπος διαχείρισης της.

Γ. Το ΣΕΕ δεν τηρεί αρχείο των προσκομισθέντων στοιχείων και αποτελεί ευθύνη των εμπλεκομένων να τα παραλάβουν – εφόσον το επιθυμούν – από τα γραφεία του ΣΕΕ εντός 2 ημερών από τη συνεδρίαση της Επιτροπής.

Τονίζεται ότι για τη διαδικασία ενώπιον της  Δευτεροβάθμιας Επιτροπής τα υποβληθέντα στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή στοιχεία, που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν, πρέπει να προσκομισθούν στη συνεδρίαση εκ νέου από τους εμπλεκόμενους (μαζί με τα τυχόν νέα στοιχεία).

Δ. Τυχόν έξοδα που προκύπτουν από την εφαρμογή της απόφασης σχετικά με τη διακοπή ή την τροποποίηση της επικοινωνίας βαρύνουν την πλευρά  της οποίας η διαφημιστική επικοινωνία ελέγχθηκε.

Ε. Σε επικοινωνιακά υλικά για τη χρήση των οποίων δεν μεσολαβεί διαφημιστικό μέσο (όπως συσκευασίες, εταιρικές ιστοσελίδες, υλικό καταστημάτων κλπ)  η εφαρμογή των αποφάσεων εναπόκειται στη δέσμευση των εμπλεκομένων για την τήρηση των αρχών δεοντολογίας του ΕΚΔ-Ε.

Στ. Η υποβολή αίτησης επανελέγχου δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα επί των αποφάσεων της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής.

Ζ. Εάν μετά την υποβολή αίτησης επανελέγχου γίνει προσφυγή στα ελληνικά δικαστήρια, η διαδικασία ελέγχου της υπόθεσης συνεχίζεται κανονικά. Η διαδικασία διακόπτεται μόνον εφόσον η προσφυγή στη δικαιοσύνη έχει προηγηθεί της υποβολής της αιτήσεως επανελέγχου.

Η. Τα εμπλεκόμενα μέρη – με βάση τις αρχές της αυτοδέσμευσης – H παραιτούνται, με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποδοχή της συζήτησης της αίτησης επανελέγχου από την Επιτροπή, αυτομάτως, οριστικώς και αμετακλήτως από τυχόν προσφυγή τους, για οποιονδήποτε λόγο, στην τακτική δικαιοσύνη εναντίον του ΣΕΕ ή/και του Γ. Διευθυντή του, της διοίκησης της εταιρείας, των μελών της εταιρείας, των μελών των Επιτροπών με αίτημα την αποκατάσταση ηθικής ή υλικής ζημίας, που υπέστησαν από τις αποφάσεις των ως άνω Επιτροπών ή του Γ. Διευθυντή του ΣΕΕ.

Θ. Αντικείμενο ελέγχου των Επιτροπών δεν αποτελούν οι διαφημιστικές επικοινωνίες των οποίων η προβολή έχει οριστικά διακοπεί.